`Ο ποιητής είναι ο ιερέας του αοράτου - The poet is the priest of the invisible. `Η εμπειρία, τουλάχιστον στην περίπτωση του ποιητή, όποιες κι αν είναι οι ικανότητές του, είναι πολύ ευρύτερη από την πραγματικότητα`, σημείωνε στα περιώνυμα Adagia του (1930-1955) από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο αμερικανός ποιητής Γουάλλας Στήβενς την ίδια ακριβώς περίοδο που ο Μπάρας σχεδίαζε τα τρία πρώτα βιβλία των Συνθέσεών του. Ο ποιητής δηλαδή επείγεται να δει το άλλο, να κοιτάξει αλλού, να διερευνήσει το περαιτέρω, το επέκεινα. Έτσι εξηγείται γιατί ο Μπάρας το 1944 γράφει το `Τσάι` επικαλούμενος τον παντεπόπτη Βούδα, ενώ λίγους μόλις μήνες μετά τα Δεκεμβριανά αναφερόμενος στο `Ωδείον Ηρώδου του Αττικού` εκθειάζει ένα `λάλον ερείπιο`, ένα `γήρας μουσικό`.
Ας ακούσουμε για λίγο τον Βύρωνα Λεοντάρη, ο οποίος σε άλλες περιστάσεις δήλωσε χαρακτηριστικά: `Ο ποιητής είναι πάντα ένας μετέφηβος [...]. Σε μια βαθύτερη απόσχισή του από τη βιωματική πραγματικότητα, ο ποιητής θεωρεί το `άλλο` της όχι απλά ως άλλη όψη της, αλλά ως κάτι οριστικά και ανεπανόρθωτα άλλο, ως ιδιαίτερη πραγματικότητα παγιωμένη και αυτόνομη που κλείνει τους δρόμους επιστροφής. Οριστικοποιεί την εξορία του έξω από τη βιωματική πραγματικότητα, από την αμεσότητα και απτότητα της οποίας βρίσκεται τώρα αποκλεισμένος. Η σχέση του μ` αυτή μετατίθεται και εντοπίζεται σε επαφή με το `άλλο` της. Γιατί το άλλο είναι πάντα ξένο και άγνωστο. Και, όπως κάθε άγνωστο, είναι επίφοβο, νιώθεται ως απειλή, και ο μόνος τρόπος να πάψει να αποτελεί απειλή είναι ο εξευμενισμός του, η οικειοποίησή του` (βλ. τα δοκίμια `Η ποίηση της προσωπικής ενοχής` και `Η αγωνία του αμετουσίωτου`, τώρα στο συγκεντρωτικό τόμο Κείμενα για την ποίηση, Νεφέλη, 2001). [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]