«Παρά την εποχή η παραλία της πόλης ήταν όλο κίνηση και φώτα - και οι μακρές κατωφερικές γραμμές της Κορνίς κύρτωναν στον χαμηλό ορίζοντα· χιλιάδες φωτισμένα τζάμια που πίσω τους, σαν ένδοξα τροπικά ψάρια, οι κάτοικοι της ευρωπαϊκής πόλης καθόντουσαν σε αστραφτερά τραπέζια φορτωμένα ποτήρια με μαστίχα, ζιμπίμπ ή κονιάκ. [...] Αρωματικός καπνός ξεχύνονταν από τις μικρές ναυτικές ταβέρνες κατά μήκος της παραλίας, όπου σιδερένιες σούβλες ή σπληνάντερα στριφογύριζαν μονότονα μπρος-πίσω, ή ξεχείλιζε κάτω από τα καπάκια των αστραφτερών τεντζερέδων, αναδίνοντας ζεστές οσμές από καλαμαράκια, σουπιές και πιτσούνια. Εδώ πίνει κανείς από γαλάζιους μαστραπάδες και τρώει με τα δάχτυλα, όπως συνηθίζουν και σήμερα ακόμη στις Κυκλάδες. [...] Λώρενς Ντάρρελ
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]