Ακροβατείς στο όνειρο, ισορροπείς στον εφιάλτη. Έναν εφιάλτη που μερικές φορές δείχνει τα δόντια του και σου χαμογελά, ένα όνειρο που κάποιες φορές είναι θλιμμένο. Έξω στη μεγάλη πόλη, όλες οι μοναξιές είναι ενωμένες σε ένα σώμα τώρα και η μεγάλη πόλη που έμοιαζε αδιαπέραστη, απροσπέλαστη για σένα αρχίζει να αναπνέει, έχει αποκτήσει τη δική της ζωή κι αυτή. Μια ζωή όμως που τρέφεται από τις ανθρώπινες ζωές. Κάθε μοναξιά είναι και μια σιγουριά για σένα, άλλος ένας συμβιβασμός. Διαπίστωσες ωστόσο ότι το ανελέητο σφυροκόπημα εκεί έξω μπορεί να είναι πιο οδυνηρό από το συμβιβασμό, από την απάθεια. Μένεις απαθής. Προσπαθείς να σταματήσεις να σκέφτεσαι. Για να μην τρελαθείς, για να μην ουρλιάξεις, εκεί, τέσσερεις τα ξημερώματα που ο ύπνος δε σε πιάνει και τα νεύρα σου έχουν γίνει σμπαράλια. Καλύτερα μέσα, σπίτι, πιο όμορφα, πιο σίγουρα. Είσαι μέρος του συστήματος και συ τώρα. Είναι μάταιο να αντιστέκεσαι. Τρως ένα κομμάτι πίτσα από την αγαπημένη σου, δυο κομμάτια σοκολάτα για επιδόρπιο, βλέπεις ένα ματς και η ώρα περνάει, η ζωή περνάει, νοιώθεις μόνος και ένα τίποτα μες στο χάος που σε περιβάλλει, αλλά οι ισορροπίες διατηρούνται. Προς το παρόν...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]