Ο Νίκος ξεφύλλισε τις σελίδες της απογευματινής εφημερίδας όπως παλιά χωρίς να του ξεφύγει μονόστηλο, βρήκε το Θέμα σ` ένα δίστηλο της τέταρτης σελίδας, τα γεγονότα παρουσιάζονταν πολύ χειρότερα, «υπερβολές των εφημερίδων» μονολόγησε και έπιασε το ακορντεόν. (...) Η Ιρίνα έσφιξε στα χέρια της τη θήκη του βιολιού και κατέβηκε το πεζοδρόμιο. Χιόνι παγωμένο δύο ημερών και μία καφετιά λάσπη που σκέπαζε το ρείθρο δεν ήταν και ό,τι πιο ασφαλές για περπάτημα. Ο δρόμος της διέσχιζε την πλατεία Εργατών και έβγαζε στη λεωφόρο επανάστασης. Από κει θα’ παίρνε το τραμ. (...) Μια μυρωδιά τηγανιτού ψαριού τρύπησε τα ρουθούνια του Αϊντίν, που καθισμένος ανακούρκουδα στο στρώμα έπαιζε στη φυσαρμόνικα το αγαπημένο του κομμάτι. Ένα παραδοσιακό βαλσάκι από τα δυτικά σύνορα. Έτσι εξηγείται ότι δεν τον υποδέχτηκε ο γάτος. Πως δεν το σκέφτηκε, Παρασκευή σήμερα - πότε κιόλας πέρασε η βδομάδα - και κάθε Παρασκευή η γρια πάνω τηγανίζει ψάρια. Σε λίγο θα του φέρει για μεζέ τα κεφάλια· τις ουρές τις φιλεύει στο γάτο, ψέματα, τα καλύτερα του δίνει...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]