Η μελέτη των μακροχρόνιων εξελίξεων μιας οικονομίας επιτρέπει την άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων για τη λειτουργία της και βοηθά στη διατύπωση γενικότερων οικονομικών θεωριών. Στο πλαίσιο αυτό, χρησιμοποιούνται εθνικολογιστικά μεγέθη με τα οποία διευκολύνεται η ανάλυση από την οποία απορρέουν τα σχετικά συμπεράσματα.
Στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις Η.Π.Α. και τη Δυτική Ευρώπη, οι σχετικές αναλύσεις που χρησιμοποιούν ποσοτικές προσεγγίσεις αναφέρονται στην περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μελέτες για προγενέστερες περιόδους περιορίζονται, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, σε ποιοτικές μόνον αναλύσεις. Ο κύριος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η έλλειψη των απαραίτητων χρονολογικών σειρών. Πράγματι, ενώ στις Η.Π.Α. χρονολογικές σειρές εθνικολογιστικών μεγεθών όπως αυτές του Kuznets καταρτίσθηκαν τη δεκαετία του 1950, και οι αντίστοιχες σειρές για το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία τη δεκαετία του 1960, στη χώρα μας οι πρώτες σχετικές εκτιμήσεις δημοσιεύθηκαν από το ΚΕ.Π.Ε. μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και αφορούσαν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν για την περίοδο 1858-1938.
Στην παρούσα εργασία οι εκτιμήσεις για το Α.Ε.Π. και τις συνιστώσες του επεκτείνονται χρονικά και βελτιώνονται ποιοτικά. Η χρονική επέκταση των εκτιμήσεων γίνεται ώστε να καλυφθεί το σύνολο της περιόδου από την κήρυξη της Ανεξαρτησίας του νεοελληνικού κράτους, δηλαδή από το 1830, μέχρι τις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939. Η ποιοτική βελτίωση, που αφορά στις εκτιμήσεις της ανωτέρω περιόδου, οφείλεται στη διεπιστημονική σύνθεση της ομάδας εργασίας, η οποία αποτελείται από οικονομολόγους, έναν οικονομικό ιστορικό και ένα στατιστικολόγο, και οι οποίοι εργάσθηκαν με συντονιστή τον υπεύθυνο του έργου κ. Γεώργιο Κωστελένο.
Πιστεύουμε ότι οι εκτιμήσεις των μακροοικονομικών μεγεθών για την περίοδο 1830-1939 αποτελούν μια βάση δεδομένων η οποία καλύπτει μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία και αναμένεται να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για την οικονομική έρευνα στη χώρα μας.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]