Πολλές νεράιδες έσκυψαν πάνω από την κούνια της μικρούλας που γεννήθηκε στον παλιό πύργο του Μοντελού κι αποφάσισαν να της δώσουν όλα τα χαρίσματα που θα την έκαναν ευτυχισμένη: ομορφιά, υγεία, χαρά της ζωής, χαρά ν’ αρέσει, ν’ αγαπά. Μα το πιο μεγάλο χάρισμα που της δώρισαν ήταν να μπορεί μ’ ένα χάδι να γιατρεύει πόνους κι αρρώστιες· και την ονόμασαν Αγγελική. Την ίδια εκείνη εποχή, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ’ ήταν κι αυτός ένα μικρό παιδί. Πόλεμοι, σφαγές, δυσβάστακτοι φόροι, πεινασμένοι στρατοί και ατέλειωτες ορδές εξαθλιωμένων, όλα αυτά στροβιλίζονταν σαν μανιασμένη θάλασσα γύρω απ’ τον απειλούμενο θρόνο του... Εν τω μεταξύ, προστατευμένη πίσω από τους ψηλούς τοίχους ενός μοναστηριού, η Αγγελική μεγάλωνε· και γινόταν όλο και πιο όμορφη, πιο χαριτωμένη, και πιο σοφή. Ο δρόμος της φαινόταν πως θα ήταν στρωμένος με ρόδα...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]