Οι καιροί δεν ήταν αυτοί που ξέραμε
Αντί για φυσαλίδα ευχής, καρφί στο στέρνο
Ακόμα και για τόνους ψάχνουμε/ Και για τα πνεύματα που βούιζαν σαν μέλισσες στις φλοίδες των σοβάδων./ Τους βάζαμε καπέλο για να μοιάζουν σύγχρονα/ αλλά η αμφιβολία ισοπέδωσε την θέληση/ εγκαταλείποντας την όραση[...]
Αδημονώντας/ ανασύραμε χαμένο σκελετό φαντάσματος/ σαν από παρελθόν και ατελεύτητα/ κι ύστερα,/ λες και πλησίαζε μακρόχρονη νηστεία ή προσευχή/ καταλαγιάζαμε
Βαφτίζοντας την ξαφνική φουσκοδεντριά,/ το χείμαρρο της ύπαρξης/ Ενδοσκόπηση
Η Λίλα Χαμπίπη ξεκίνησε να γράφει τα ποιήματα και τα ποιητικά δοκίμια/συνομιλίες που φιλοξενούνται στη συλλογή το 2005, ένα μέρος τους το "δούλεψε" στο "Σπίτι Λογοτεχνίας" στις Λεύκες της Πάρου το 2009 και τα ολοκλήρωσε στο τέλος του 2011.
Το "Spleen", από τον αρχαιοελληνικό σπλήνα, (ο σπλην-του σπληνός, η σπλήνα), που χρησιμοποιεί ως τίτλο του βιβλίου η συγγραφέας, διαλέγεται με τα "Άνθη του κακού" του Σαρλ Μποντλέρ, όπου κι εκεί το "Spleen" συναντάται ως τίτλος ποιημάτων. Το "μυστηριώδες" αυτό όργανο που η σπουδαιότητά του μόλις το 18ο αιώνα έγινε αντιληπτή, ίσως να συσχετίζεται με το δύσκολο εγχείρημα της Χαμπίπη να συνδυάσει/ διευρύνει το υποκείμενο της ποίησής της και τον διάλογο που επιχειρεί μέσω αυτής, τις σκέψεις και τα εναγώνια ερωτήματά της με τις αναζητήσεις της πάνω στο έργο σημαντικών ευρωπαίων δημιουργών.
Το βιβλίο αποτελείται από δυο ενότητες, μια ποιημάτων και μια ποιητικών δοκιμίων, και από ένα ιντερμέδιο και ένα επίμετρο, στα οποία η συγγραφέας δίνει τις "εξηγήσεις της" για τη δομή του. Πάντως σ` όλο ο έργο, η Λίλα Χαμπίπη διατυπώνει τις αγωνίες της για την ανθρώπινη ύπαρξη και το πρόβλημα της δημοκρατίας στην εποχή μας.
Τα δοκίμια υπό τον τίτλο "Μποτίλια στη θάλασσα" απευθύνονται, εν είδει μηνυμάτων μέσα σε μποτίλια, σε ξένους διανοητές (Ρεμπώ, Μούζιλ, Έλιοτ, Κάφκα, Βαλερύ, Τσελάν, Μπροχ κ.ά). Κι όπως σημειώνει η Λίλα Χαμπίπη, η επιλογή της να μην "συνομιλήσει" με έλληνες διανοούμενους δεν φανερώνει άλλο από αμηχανία, καθώς οι αμφιβολίες, τα ερωτηματικά, οι σιωπές, η απόγνωση, η εξομολόγηση, διατυπώνονται ευκολότερα μπροστά σ` έναν άγνωστο, σ` ένα ξένο, παρά σ` έναν οικείο, με τον οποίο άλλωστε μοιραζόμαστε τα κοινά δικά μας αδιέξοδα, τους ίδιους φόβους, την ίδια ανασφάλεια, τα κοινά μας πάθη.
"Οι κοινωνίες δεν αυτοκτονούν. Υπάρχει ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης που τις διατηρεί και τις μεταβιβάζει στην επόμενη φάση με τις μεταλλάξεις που έχουν στο μεταξύ συντελεστεί. Η ιστορική διαδικασία είναι μακρόσυρτη, το ξέρουμε, από την εποχή του Μπρωντέλ. Η τέχνη, όμως, μπορεί να πνιγεί μέσα στα απορρίμματα της μετριότητας. [...] Αν αυτή είναι η εποχή μας, αυτή είναι και η τέχνη που παράγει. Προορισμένη να ξεχασθεί. Αφού το στίγμα της δεν είναι τίποτε περισσότερο απ` την ασημαντότητα του αποτυπώματος που χάραξε στην άμμο της εποχής μας", σημειώνει μεταξύ άλλων η Χαμπίπη, που τολμά έναν ποιητικό διάλογο για την τέχνη και τη ζωή μας.
"Μ"