Γνώρισε την Κάντι ένα καυτό καλοκαίρι στο Σίδνεϊ. Ήταν πανέμορφη, ερωτική, ανοιχτή σε νέες εμπειρίες. Ερωτεύθηκαν κεραυνοβόλα. Εκείνος δεν είχε πρόθεση να της φορτώσει μια δικιά του συνήθεια. Εκείνη ήταν που ήθελε να δοκιμάσει. Στην αρχή ζούσαν σε μια πρωτόγνωρη έξαψη. Ο κόσμος φάνταζε ηλεκτρισμένος, έτοιμος να τους ρουφήξει σε ρυθμούς ξέφρενους και απολαυστικούς. Ύστερα τα χρήματα τελείωσαν· οι αντοχές μειώθηκαν· οι μέρες μίκρυναν. Το μόνο που τους απέμεινε ήταν η ακόρεστη λαχτάρα, ο εθισμός. Υπήρχε ακόμα ο έρωτας. Μόνο που τώρα δεν ήταν οι δυο τους· ήταν τρεις. Η ηρωίνη είχε τους δικούς της νόμους, τις δικές της απαιτήσεις. Μια ιστορία αγάπης. Μια ιστορία πόνου και εξάρτησης. Μια φρενήρης πορεία από το φως στο σκοτάδι. Ένα μυθιστόρημα για ταξίδια χωρίς γυρισμό, για την ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει. Να ζήσει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]