Ο κατάλογος εκδόθηκε με αφορμή την έκθεση "Nonda. Έξι δεκαετίες τέχνης, 1940-2000", Μουσείο Μπενάκη, Κτήριο οδού Πειραιώς, 14 Δεκεμβρίου 2006 - 8 Φεβρουαρίου 2007.
[...] Ξεκινώ το κείμενό μου με την εξής παρατήρηση: η περίπτωση του ζωγράφου Επαμεινώνδα Παπαδόπουλου (Nonda) δεν καταγράφεται σε καμία από τις κυκλοφορούσες ιστορίες της νεοελληνικής τέχνης. Μόνη εξαίρεση η εντελώς πρόσφατη "Ιστορία των Ελλήνων" των εκδόσεων Τεγόπουλου - Μανιατέα (τομ. 14, 580). Άρα η πρωτοβουλία του Μουσείου Μπενάκη να οργανώσει αναδρομική παρουσίαση του έργου του λειτουργεί συγχρόνως και ως συμπλήρωση-αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, αλλά και ως ουσιαστική γνωριμία του ευρύτερου κοινού με το ιδιότυπο έργο αυτού του ιδιότυπου ζωγράφου. [...]
Γνώρισα προσωπικά τον ζωγράφο, βαριά όμως ασθενούντα, και το έργο του πριν από δύο περίπου χρόνια, και ομολογώ πως η διττή αυτή συνάντηση δεν ήταν εύκολη. Όπως συνήθως συμβαίνει με τις εξαιρετικές περιπτώσεις, εν αρχή υπήρξε ένα ξάφνιασμα, μια αντίδραση, μια ασυνείδητη άπωση εμπρός σε ό,τι μου φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, ανοίκειο και δυσερμήνευτο. Από πού ερχόταν αυτό ο ζωγράφος και ποιες ήσαν οι αναφορές του; Πόση σχέση είχαν τα "σκάνδαλα" ή τα happenings που συνοδεύουν τόσο πανηγυρικά τη βιογραφία του, με το βαθύτερο περιεχόμενο του έργου του; Ποιο είναι το έργο του τελικά, και πώς αποτιμάται τόσο με τα εγχώρια όσο και με τα διεθνή μέτρα; Η απάντηση δεν είναι, και δεν θα έπρεπε να είναι, εύκολη. [...]
Ο Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος, μαθητής του Σπύρου Βικάτου, φύσει και θέσει ατίθασος εξπρεσιονιστής και παθιασμένος εξερευνητής αυτής της terra incognita, που λέγεται σώμα και λειτουργία του σώματος (με τη διττή σημασία της λέξης "λειτουργία"), έρχεται στο Παρίσι το 1947 με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Ακολουθεί, δηλαδή, δρόμο παράλληλο με τον Ιάνη Ξενάκη, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τον Γιάννη Σπυρόπουλο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Κωνσταντίνο Ανδρέου, την Εύα Περσάκη, τον Κώστα Κουλεντιανό, τον Ιάσονα Μολφέση, τον Θάνο Τσίγκο, τον Γιάννη Γαΐτη, την Άννα Κινδύνη, τον Άλκη Πιερρράκο κ.λπ., αλλά και τόσο διαφορετικό, τόσο μοναχικό. [...]
(Μάνος Στεφανίδης, απόσπασμα από το κείμενο του βιβλίου)
[...] Κάτω από την επίδραση του Βικάτου, άρχισε να ζωγραφίζει θαλασσογραφίες και τοπία, έργα εμπνευσμένα από εκδρομές του στην παραλία και την εξοχή. Αργότερα, βέβαια, έγινε φανερό ότι οι ποιμενικές σκηνές δεν ταίριαζαν πραγματικά στο ταμπεραμέντο του, καθώς ο Nonda είχε φυσική κλίση προς το δράμα και την ερωτική βία της ανθρώπινης και της ζωικής μορφής. [...]
Ο Nonda πέθανε στα ογδόντα τρία του χρόνια τον Οκτώβριο του 2005, στο σπίτι του στην Αθήνα. Πενήντα τρία χρόνια μετά την πρώτη έκθεση στην Αθήνα, η παρουσίαση στο Νέο Κτήριο του Μουσείου Μπενάκη θα είναι η πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση της δουλειάς του στην Ελλάδα, και συμβολικά θα σηματοδοτεί την επιστροφή του στον γενέθλιο τόπο. Θεωρούμενος ως ένας από τους πιο παλλόμενους Παρισινούς καλλιτέχνες των δεκαετιών του `50 και του `60, ο Nonda είχε μια διαδρομή εξήντα ετών, που υπερκαλύπτει το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, μια σταδιοδρομία που προκαλεί το θαυμασμό και γεννά την έμπνευση. Ένας δημιουργός που πράγματι έχτισε τις πόλεις του "στις πλαγιές του Βεζούβιου" και του οποίου η κληρονομιά επιβιώνει μέσα από το ανάπτυγμα και την εμβέλεια του έργου του.
(Στέφανος Παπαδόπουλος, απόσπασμα από το κείμενο του βιβλίου)