Οι μπίρες ρέουν, οι ιδέες πέφτουν στο τραπέζι, η ταβέρνα στεγάζει φιλόξενα την παραφορά μας. Παίζουμε ξανά με τη διαλεκτική του εγώ και του εμείς, δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να κάνουμε αλλιώς, δεν βρίσκουμε παιχνίδι άλλο πιο ωραίο, παιχνίδι άλλο πιο συναρπαστικό. Στις κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας, αθέατοι και όμορφοι, γλεντάμε ξεγελώντας τη θλίψη, λέμε τα τραγούδια μας ελισσόμενοι μες στη μελαγχολία. Τα μικρά μας ονόματα είναι ήδη συνθήματα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]