Στο Άγιον Όρος άρχισα να φωτογραφίζω στην αρχή πράγματα και μετά ανθρώπους. Μου άρεσαν πολύ οι λιθοδομές και οι στέγες με τις πλάκες. Μου άρεσαν επίσης πολύ οι σιδεριές και τα κάγκελα. Όλες αυτές οι φωτογραφίες με τις σιδεριές καθόλου δεν σημαίνουν αποκλεισμό ή προστασία. Έγιναν ακριβώς επειδή μου άρεσαν ως αντικείμενα. Πρέπει να είχαν πολύ καλούς μαστόρους στο Άγιον Όρος. Αργότερα, στο τρίτο μου ταξίδι, γνώρισα έναν μοναχό σιδερά, τον πατέρα Φίλιππο, που πήγαινε από μοναστήρι σε μοναστήρι κι έκανε δουλειές. Του έκανα το πορτρέτο και βγήκε ένα πορτρέτο δυνατό. Και το πορτρέτο του πατρός Αβακούμ στη Μεγίστη Λαύρα μου αρέσει. Αυτός ήταν από κείνους που πήγαν στο Άγιον Όρος για ν` αγιάσουν. Δεν ισχύει αυτό για όλους τους μοναχούς.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]