Τα θεατρικά έργα `Καρακορούμ` και `1843` γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των δοκιμών, πάνω στη σκηνή.
Η γραφή γεννούσε αυτομάτως τη σκηνοθεσία τους και η σκηνοθεσία γεννούσε αυτομάτως τη γραφή τους. Σύγχυση η ταύτιση της γραφής και της σκηνοθεσίας.
Η τυχοδιωκτική σχεδόν προσπάθεια υπαγορεύτηκε αποκλειστικά και μόνο από την επιθυμία του παιχνιδιού, της ανακατωσούρας, της μεταμφίεσης των ρόλων. Οι ηθοποιοί εγκατέλειπαν το ρόλο του εκτελεστικού οργάνου, αναλαμβάνοντας, κατά το δυνατόν, τη μοίρα του ρόλου τους ενώ ο συγγραφέας έπαιζε τον ηθοποιό με τους ηθοποιούς.
Η στενότης του χώρου, του χρόνου, του χρήματος προσέδιδε στο παιχνίδι έναν χαρακτήρα στοιχήματος. Ο αυτοεκβιασμός των συμμετεχόντων να καταθέσουν `παιχνίδι`, υπό το κράτος ενός γλυκού πανικού, πλημμύριζε ενίοτε το νου και τη σκηνή με μια πρωτόγνωρη χαρά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]