Κόντευαν μεσάνυχτα. Τα βλέφαρά του έπεφταν βαριά απ` την αϋπνία. Βρισκόταν κάπου μεταξύ ξύπνου και ύπνου, όταν το μακρόσυρτο ουρλιαχτό ακούστηκε πάλι κι ο αντίλαλος απ` τις απότομες πλαγιές της χαράδρας το πολλαπλασίασε ανατριχιαστικά. Ταυτόχρονα σχεδόν μια αστραπή έσχισε τη νύχτα βορειότερα. Χοντρές σταγόνες έστησαν χορό γύρω. Μισοξύπνησε προσπαθώντας ν` αντιληφθεί αν το άκουσε πραγματικά.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και το φριχτό ουρλιαχτό ξανακούστηκε. Αναρίγησε και πετάχτηκε πάνω έντρομος.
Τα ουρλιαχτά πολλαπλασιάζονταν και ζύγωναν απειλητικά. Άδραξε το ξύλο και το `σφιξε στ` αδύναμα και καταϊδρωμένα χέρια.
Για αρκετή ώρα δεν άκουγε, παρά τον άτσαλο χτύπο της καρδιάς στο στήθος του. Κουλουριάστηκε πάλι με τ` αφτιά τεντωμένα. Απλώθηκε μια αφύσικη ηρεμία, που τον τσάκιζε.
Το κοντινό θρόισμα κόντεψε να τον αφήσει στον τόπο.