Ο εκπατρισμός και το αίτημα επιστροφής των ελληνικών αρχαιοτήτων, ως συστατικό στοιχείο της εθνικής υπόστασης και αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής ιστορίας, βρέθηκε ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους στην αιχμή ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και προβληματισμών. Η διεθνής διάσταση που απέκτησε από πολύ νωρίς η έννοια της αρχαίας ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, ενίσχυσε τη νομιμότητα διεκδίκησης των Ελλήνων για τη δημιουργία εθνικού κράτους. Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον, το οποίο είχε εκδηλωθεί από τα προεπαναστατικά χρόνια με την ιδιοποίηση των αρχαιοτήτων και την ένταξη τους σε ευρωπαϊκά μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές, συνεχίσθηκε με μεγάλη ένταση και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Το φαινόμενο της διαρπαγής αρχαιοτήτων και της αρχαιοκαπηλίας, όπως είναι γνωστό, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα παράλληλα με την αύξηση της ανασκαφικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, ενώ η διεθνής `αγορά` αρχαίων έργων τέχνης δεν έπαψε ποτέ από τότε να ανθεί. Η πεποίθηση ότι οι ελληνικές αρχαιότητες συνιστούν μέρος της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία για τη μανιώδη αναζήτησή τους από όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία, αλλά και το `άλλοθι` για την απόκτηση τους με οποιονδήποτε τρόπο, νόμιμο ή παράνομο, βάσει του εθνικού και του διεθνούς δικαίου. Ο θαυμασμός και το πάθος για την απόκτηση αρχαιοτήτων, η χρήση τους ως συμβόλων κύρους και επίδειξης, το κυνήγι του κέρδους, τα κενά των νομοθετικών ρυθμίσεων του ελληνικού κράτους, ήδη από την εποχή της ίδρυσης του, είναι μερικές ακόμη, από τις τόσες αντιφατικές αιτίες που οδήγησαν στο ίδιο αποτέλεσμα, στην απομάκρυνση τους από τη γενέθλια γη.
Τα τελευταία χρόνια, παρά τη θέσπιση αυστηρότερων νομοθετημάτων, η
παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων συνεχίζεται με κύριο αποδέκτη τα διεθνή κέντρα εμπορίου αρχαίων έργων τέχνης. Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό κράτος, έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα για την επιστροφή των Ελγινείων μαρμάρων, αλλά και άλλων μεμονωμένων εκπατρισμένων αρχαιοτήτων. Την προσπάθεια αυτή
θα ενίσχυε σημαντικά η συστηματική καταγραφή του συνόλου των `ξενιτεμένων` ελληνικών αρχαιοτήτων, που εκτίθενται ή φυλάσσονται σε Μουσεία και ιδιωτικές συλλογές του εξωτερικού. [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]