Από όλες τις προσαγορεύσεις που μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να εκφράσουμε, η γλώσσα είναι η υψηλότερη και μακράν όλων η πρώτη. Η γλώσσα είναι αυτή που κατ` αρχάς και τελικά μας στέλνει νεύματα για την ουσία ενός πράγματος. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει σε καμμία περίπτωση ότι η γλώσσα -με κάθε σημασία της λέξης, που την έχουμε συλλάβει τυχαία- μας παρέχει και τη διαφανή ουσία του πράγματος άπαξ δια παντός, όπως συμβαίνει με ένα έτοιμο προς χρήση αντικείμενο. Αλλά η αντίστοιχη κατάσταση, στην οποία ο άνθρωπος ακούει πραγματικά την προσαγόρευση της γλώσσας, είναι εκείνο το λέγειν που ομιλεί μέσα στο στοιχείο της ποίησης. Όσο πιο ποιητικό είναι το έργο ενός ποιητή, τόσο πιο ελεύθερο είναι το λέγειν του, δηλαδή πιο ανοιχτό και πιο έτοιμο να δεχτεί το απρόβλεπτο, τόσο πιο καθαρά θέτει το λεχθέν του στην κρίση του ακούειν που καταβάλλει όλο και μεγαλύτερες προσπάθειες, τόσο πιο μακριά είναι το λεχθέν του από την απλή απόφανση, για την οποία συζητούμε μόνο για το αν είναι ορθή ή όχι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]