Ντάλα μεσημέρι
στα ίδια βραχώδη πλανιέμαι μέρη
Ανέκαθεν το παρόν μου
σταματημένος χρόνος σ` ένα ρολόι τσέπης
Ντάλα μεσημέρι
πυρακτωμένη πέτρα, ακριβό τ` αγέρι,
κι απ` της μνήμης την χαράδρα
που `ναι πάντα καλοκαίρι
κόβω δρόμο
στο μονοπάτι φθάνω πρώτος
πριν μου στήσει η φαντασία ενέδρα
εδώ που στη βροχή σφυρίζουνε οι σφαίρες
εδώ που οι δευτέρας προβολής ήρωές μου
πεισματικά αρνιούνται να πεθάνουν
αυτοί που ποτέ δεν συμβιβάστηκαν
και ποτέ δεν έγιναν αστέρες,
με ατσαλάκωτες στολές Νοτίων
επάνω στις σκληρές τους σέλες
ακατάλληλοι πλέον και για κομπάρσοι
αξύριστοι αλκοολικοί με αγύριστα μυαλά
που όλοι τους έχουνε ξεχάσει,
πίνοντας bourbon να αναπολούν
τις παλιές δοξασμένες μέρες,
πάντα από την λογική επικηρυγμένοι,
τώρα ζητιανεύουν λίγα μεροκάματα
με μια χούφτα κιτρινισμένα εισιτήρια στην τρύπια τσέπη
μέχρις εσχάτων μου υπόσχονται
ότι θα αγωνιστούν για πάντα εδώ
αρκεί να τους εμπιστευθώ,
έστω και σαν παράνομους μικροπωλητές,
να παζαρεύουν της νοσταλγίας φυλαχτά
στου Αγίου Leone
το μπαρουτοκαπνισμένο πανηγύρι,
Ρώμη, Σεβίλλη, Ανδαλουσία,
ό,τι κειμήλιο της Δύσης
εκποίησε το στούντιο σε μηδαμινή αξία, όπλα, σπιρούνια,
κλεμμένα άλογα, τρύπια δολάρια κι ένα ξεχαρβαλωμένο πιάνο
που έχει οξειδώσει η υγρασία.