Εγύρισες ανάστροφα του Χρόνου το ρολόι. Οι ίδιες μνήμες, γνώριμοι ήχοι παλιοί. Κι ακόμα, κάτι παράξενες οσμές απ της ψυχής τα βάθη.Ποιες; Να μπορούσα να σου πω. Μα ούτε που τις ξέρω. Κάτι θυμίζουν. Όμως τι; Έχουν περάσει χρόνια απ όταν τις πρωτόνιωσα. Πιο δυνατές. Ετούτες, θαρρείς και ξεθυμάνανε. Όμως με κείνες μοιάζουν, ως μοιάζει ο ίσκιος στο κορμί ή του νεκρού η στάχτη σαν το κιβούρι ανοιχτεί, για μια στιγμή μονάχα κι ευθύς αμέσως χάνεται, σαν την πνοή τ` ανέμου. Μπερδεύονται τ αληθινά, μ αυτά που οι μεγάλοι στα παραμύθια έλεγαν τότε ή εγώ είχα πλάσει στης Φαντασίας τους μισεμούς για να με συντροφεύουν. Τώρα της Νιότης τα όνειρα, του Μεστωμού οι ελπίδες, εσβήσανε παντοτινά, μ αφήσανε μια πίκρα,για ό,τι δεν προλάβαμε και πια δε θα ξανάρθει. Άγνωστες Χώρες, μακρινές, πανέμορφες και Κόρες περαστικές, που άφησαν για μια στιγμή το βλέμμα επάνω μας να πλανηθεί ή το χαμόγελό τους............
Άτια που διάβηκαν γοργά, περήφανα, αφρισμένα........
Καράβια που δεν ήρθανε...
Και τρένα που` χαν φύγει.