Για την αριστοτελική εκδοχή της ορθολογικότητας η γνώση δεν αποβλέπει στο κλείσιμο και την ολοκλήρωση, στον απαρτισμό μιας αυθεντικής περιγραφής του κόσμου. Ο Έλληνας φιλόσοφος δεν ενστερνίζεται την νεωτερική πίστη ότι η γλώσσα-γνώση μπορεί να αποτυπώσει με απόλυτη ακρίβεια την κοσμική, κοινωνική και ψυχική πραγματικότητα, και να την ερμηνεύσει στην πληρότητα του βάθους της. Η θεωρητική του πράξη εδράζεται στην πεποίθηση ότι το απροσδιόριστο υπάρχει ακριβώς ως τέτοιο, ότι κάθε ορθολογικός γνωστικός καθορισμός αφήνει ένα μη καθορισμένο και μη ορθολογικό κατάλοιπο, ότι η αναγκαιότητα και η ενδεχομενικότητα συνυφαίνονται, ότι η ψυχή παραμένει πάντοτε έτερη αυτού που η λογική διαύγαση οροθετεί ως ψυχή.
Μέσα στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη αναδύεται η κριτική ορθολογική γνωσιοθεωρία του· ο πυρήνας των κριτηρίων της δεν είναι συντακτικός αλλά κοινωνικός-πολιτικός. Λογικότητα είναι κυρίως η δυνατότητα να κοινωνείται το νόημα της απόφανσης, να λειτουργεί αυτή ως κοινός λόγος. Η γνώση μπορεί να αληθεύει μόνο εκ των υστέρων, ως κοινωνικό γεγονός ανταπόκρισης των αφαιρετικών διατυπώσεων στην εμπειρία των δεκτών. Έτσι, η αριστοτελική θεωρία της ψυχής παραμένει ορθολογικά επιστημονική, χωρίς να φθονεί την απόλυτη ακρίβεια ενός νοησιαρχικού οικοδομήματος, χωρίς να δεσμεύεται από ανυπέρβλητες αξιωματικές αρχές, χωρίς να θηρεύει την εσωτερική συνέπεια ενός αυτοτροφοδοτούμενου συστήματος.
Ο Αριστοτέλης σχετικοποιεί τις κλειστές κατασκευές και τις μηχανιστικές ερμηνείες· υποσκάπτει αποφατικά όποιες βεβαιότητες υποβάλλονται από την διδασκαλία του, αρνείται να υποκαταστήσει την αλήθεια των πραγμάτων με την διατύπωσή της. Δεν θεωρεί την λογική απόδειξη ως αποκλειστική μέθοδο παραγωγής της γνώσης· την εντάσσει σ` εκείνη την γνωστική πράξη που ενεργοποιεί ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη την ριζωμένη στον κόσμο και την κοινωνία. Αυτή η εμπράγματη γνώση είναι όντως γνώση υπαρξιακή. Ο αποφατικός ορθολογισμός του Αριστοτέλη οδεύει στους αντίποδες του ρασιοναλισμού: απλά στη ζωή.