Δεν υπάρχει πραγματικά διαφορά ανάμεσα στον σωματικό και τον ψυχικό πόνο. Ο σωματικός πόνος είναι μια αίσθηση στο σώμα που προκαλείται από μια μαζική είσοδο ενέργειας, η οποία κατακλύζει το ασυνείδητο, το κέντρο του ψυχισμού. Η είσοδος ενέργειας προκαλεί μια κατάσταση αιφνιδιασμού και σύγκρουσης στο εγώ, που στην ψυχανάλυση ονομάζεται τραύμα. Στον ψυχικό πόνο η ρήξη, ο τραυματισμός δεν τοποθετείται στο προστατευτικό περίβλημα του εγώ, αλλά στη σχέση αγάπης που μας συνδέει με τον άλλο. Η ρήξη προκαλείται από την απώλεια του αντικειμένου. Το εγώ αμύνεται στο τραύμα με το να αποεπενδύει όλες τις αναπαραστάσεις του, για να υπερεπενδύσει την εικόνα του αγαπημένου αντικειμένου.
Δεν πονάμε λόγω της απώλειας του αγαπημένου αντικειμένου, αλλά λόγω των συνεπειών που προκαλούνται μέσα μας από την απώλεια. Πονάω γιατί χάνω μια από τις πηγές διέγερσης και τροφοδότησης της δύναμης της επιθυμίας μου, γιατί καταρρέει ο ψυχικός καθρέπτης που αντικατόπτριζε τις εικόνες μου, γιατί χάνεται ο συμβολικός ρυθμός στον οποίο πάλλεται η δύναμη της επιθυμίας μου και έτσι χάνω τον συμβολικό άλλο που οριοθετούσε και έδινε οντότητα στο ασυνείδητό μου. Αυτό που χάνω δηλαδή, τελικά, είναι η συνοχή και η ύφανση μιας φαντασίωσης απαραίτητης για τη δομή μου.
Μπροστά στην εμπειρία του πόνου ο ψυχαναλυτής είναι ένας μεσολαβητής που υποδέχεται τον μη αφομοιώσιμο πόνο του ασθενούς του και τον μετατρέπει σε συμβολικό πόνο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]