Όχι, σκεφτόταν ο Γιαν, καθώς βυθιζόταν στον ύπνο, τίποτα δε λυπόταν ν` αφήσει πίσω... Και τότε πριν βυθιστεί στον ύπνο, ξανάρθε μπρος του το κελί κατάμεστο από αξεδιάλυτες ανθρώπινες φιγούρες - εκείνες τις νύχτες, και κείνο το βλέμμα που του `ριξε η κοπέλα πριν βαδίσει στο θάνατο. Έδιωξε όλες τις σκέψεις αυτές από το μυαλό του και έπεσε στον ύπνο... Και τότε επιτέλους, απόλυτα ήρεμος, ονειρεύτηκε ότι βρέθηκε στο χωράφι του. Να, το μικρό κομμάτι γης που φύτεψε. Το είδε καθαρά σαν κάθε άλλη εικόνα. Τα φασόλια ξεχώριζαν μέσα από τα τσόφλια του, και το πράσινο κριθάρι είχε τρανέψει και νάτος ο γελαστός αγρότης που δουλεύει στο διπλανό του χωράφι. Αλλά, πάλι φάνηκε η κοπέλα και το χέρι της ήταν παγωμένο, κατάκρυο. Τόσο παγωμένο ήταν το χέρι της που ο Γιαν μισοξύπνησε και ξαναθυμήθηκε πως ήταν λεύτερος. Μα τι έλεγε ο Σενγκ, πως δε λυπόταν... Όχι, το μοναδικό πράγμα που λυπόταν να παρατηρήσει πίσω του ήταν το μικρό του χωράφι. Αλλά αμέσως τον καθησύχασε η σκέψη του. Όμως η γη, είναι το μόνο πράγμα που θα ξαναβρώ στην ίδια θέση όταν ξαναγυρίσω. Η γη πάντα θα μείνει εκεί...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]