`Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ`:
Εκείνο το βράδυ, το μαγαζί του Δημήτρη του Μπέρδε, έμοιαζε με βάρκα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, που `βρεχε τους επιβάτες και που ο καπετάνιος της και ο ναύτης ήταν απασχολημένοι με το τιμόνι και τα πανιά. Ξημέρωναν Χριστούγεννα κι ο καθένας ήθελε να κάνει τα ψώνια του. Ο κυρ-Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχε μια εδώ και μια εκεί, ενθουσιασμένος από τον ήχο των χρημάτων που `φταναν στα αυτιά του, καθώς έπεφταν στο συρτάρι του. Το παιδί, ο Χρήστος ο δεκαπεντάχρονος ανηψιός του, δεν πρόφταινε να γεμίζει τα μπουκάλια από το βαρέλι, να βάζει βούτυρο, μέλι, και να φωνάζει: Αμέσως! που στο τέλος καταντούσε να το λέει: μες! [...]