Δεν έπρεπε να `χε μείνει νηστικός, χοιρινό με λάχανο η μάνα του δε μαγείρευε κάθε μέρα. Το μύριζε συνέχεια μετά, ήταν παντού μετά η μυρωδιά και πώς να της ξεφύγει. Σαν τις αναμνήσεις παντού, σαν ένα κομμένο δαχτυλάκι, Τούλα, φυλαγμένο απ` το χρόνο στη φορμόλη, το ξέρεις καλά και σε ξέρει κι αυτό, και θα το ανάψεις, κερί στο μανουάλι θα το μπήξεις, να καίει και να στάζει για πάντα. Όπως ο ουρανός σου να στάζει, γιαγιά, ο βρόμικος, ο πηχτός, κοίτα, τα λιωμένα βατράχια τον πλημμύρισαν, άκου, τα λιωμένα βατράχια κοάζουν, είναι ώρα πια το αγόρι να πάρει πίσω απ` το Μαμουλίκο τα κλεμμένα του μάτια, είναι ώρα σαν κοπριά να τα χύσει πάνω στη Ρόιδω, του Νικόλα τη μάνα, στη Ρόιδω τη χοντρή . . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]