`Τι θ` απογίνει λοιπόν αυτή η πόλη; Αφού σπατάλησε ό,τι είχε και δεν είχε, επαφίεται πια σ` εκείνους, τους ελάχιστους, που ακόμη κι αν όλα τα έχασαν, φαίνεται πως όλα τα ξαναβρίσκουν. Λίγες ικμάδες της δύναμής τους μπορεί να έχουν μείνει και γι` αυτήν. Τους ζητάει ένα απονενοημένο διάβημα γενναιοδωρίας και μερικοί δέχονται την παράκληση και περνούν διαμιάς πάνω απ` τις σιχασιές των συμφερόντων. Ένα βήμα μόνο κι όλα αλλάζουν, επειδή βρίσκονται ακόμη κάποιοι που δεν μνησικακούν απέναντι στην πόλη, σ` αυτή που δεν τους χάρισε τίποτα. Τίποτα; Δεν είναι δίκαιο αυτό και το γνωρίζουν, το γνωρίζω κι εγώ καθώς ανεβαίνω σ` ένα από τα υψώματά της για να τη δω ακόμη μια φορά από ψηλά. Μια ματιά πριν κατέβω στους δρόμους της Αθήνας, όπου μέσα στο πλήθος μαρτύρησαν τόσοι και τόσοι από ακατάσχετη ερημία και όπου μερικοί κατάλαβαν πως για να ζήσουν πρέπει να δώσουν, επαίτες της αγάπης που έγιναν δότες και σώθηκαν`.
Ένα βιωματικό οδοιπορικό στις περιοχές της πρωτεύουσας που στη διάρκεια των περιπλανήσεων του οδοιπόρου εμφανίζεται άλλοτε οικεία και άλλοτε ξένη. Ο συγγραφέας διαπιστώνει πως η πόλη αυτή `δεν συνοψίζεται` ποτέ και πως είναι ένα ατέρμονο `έργο των χειρών`. Δεν την έκτισαν ούτε η διάνοια, ούτε η μηχανή, παρά μόνο τα χέρια, τα όργανα αυτά της αγωνίας των κατοίκων. Υψώθηκαν τείχη και χαράχτηκαν δρόμοι στενοί με επιγραφές: `όχι`. Υποχωρούν, έτσι, διαρκώς οι επιθυμίες και ψάχνουν να βρουν διεξόδους. Ποιες ώρες λοιπόν και σε ποιες γωνιές εμφανίζεται η ομορφιά; Από ποια σημεία μπορεί κάποιος ν` ατενίσει τον ορίζοντα και την άπλα του κόσμου; Η περιπλάνηση θα αποκαλύψει τις κρυψώνες του έρωτα και της ρέμβης, αλλά και τα κενοτάφια της φιλίας και τα μέρη όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν από μοναξιά.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]