Στάθηκε στο πεζοδρόμιο, σαν μικρό και αναποφάσιστο παιδί. Κάτι σαν νεύμα -ή μήπως κίνηση αχνή, αμυδρή, σχεδόν ανεπαίσθητη;- έσυρε τη ματιά της μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Ρίχνοντας το βλέμμα εκεί όπου αυτή η αίσθηση την καλούσε, είδε τις τέσσερις γυναίκες της ζωής της. Στέκονταν ασάλευτες στο πεζοδρόμιο, η μία δίπλα στην άλλη. Η γιαγιά της, η γριά Ευσταθία, η μάνα της και τέλος η κόρη της, η Βικτωρία. Και το παράδοξο ήταν ότι καμία δεν την επέπληξε για την παράτολμη απόφασή της... Μόνο της χαμογέλασαν ενθαρρυντικά - ακόμα και η κόρη της. Η Ανθή, μεγαλώνοντας στον ίσκιο της Μαριάνθης, στοιχειωμένη από την απουσία της νικημένης πια και αιχμάλωτης των περιστάσεων Βικτωρίας, θα ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της. Καταπιέζοντας τα συναισθήματά της, θα παίξει ρόλους που δεν μπορεί να υποστηρίξει, θα ζει και δε θα ζει ταυτόχρονα. Αντιμέτωπη με την αλήθεια αλλά και τις επιλογές των γυναικών της γενιάς της, όλων των γυναικών, έχοντας τη βεβαιότητα ότι εκείνες την καθοδηγούν και την κατευθύνουν, θα βρεθεί έπειτα από χρόνια στο κρίσιμο σταυροδρόμι μιας μεγάλης πρόκλησης. Τρεις γυναίκες, τρεις ζωές· παράλληλες όχι. αλλά σχεδόν επαναλαμβανόμενες μέσα στο χρόνο... Η Ιστορία θα τις αφουγκραστεί ή θα τις προσπεράσει;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]