«Ποιος τα φυλάει; Ποιος κρυφακούει τα χρώματα της νύχτας, σ` ένα πέρασμα σαν των πουλιών, ανύποπτο, γρήγορα, προς την άλλη ώρα! Πελώρια όλα και φτιαγμένα από λιλιπούτεια όνειρα... Πήλινα ζάρια που ν` ακυρώσουνε μπορούν για μια στιγμή την τύχη... Στρόβιλοι, κάστρα, ζίνες, άμαξες, η βασιλίδα η γαλανή πηδάει το σχοινάκι! Δες! Καραδοκεί στο βάθος του ύπνου ξύπνιος, μα ποιος, με το μεγάλο ψάθινο καπέλο; Βαστάει βόλους και χαμόγελα, τα κίτρινα φτερά της πεταλούδας... Πόσων χρονών, ποιος χάθηκε ανήμερα των παιχνιδιών του και τον αναζητούν στους δρόμους ξέπνοα, τροχήλατα, χρωματιστά αλογάκια... » (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]