Κι εκεί, πάνω από το πράσινο τραπέζι, παρακολουθώντας την μπίλια να πέφτει στα κόκκινα και στα ζυγά και στα μαύρα και στο ζερό έκανε τη φοβερή ανακάλυψη: ως τότε δεν έχει ποτέ ζήσει στη ζωή του παρά μονάχα κάποιες, πολύ λίγες, στιγμές, ένα πρωί που είχε καλπάσει καταπάνω σ` ένα παραπέτασμα από βράχια, μια στιγμή που τα μαλλιά της Νικόλ είχαν αγγίξει τον γυμνό του ώμο, κι όλα τ` άλλα, τα πολύ σημαντικά, τα σοβαρά και υπεύθυνα δεν ήταν παρά ένα ψέμα, μπροστά σ` αυτό το φοβερό στρόβιλο, όπου η ψυχή του κατέβαινε γεμάτη ηδονή ακολουθώντας τις στροφές της μπίλιας. Εκείνο το βράδυ έπαιξε σαν υπνωτισμένος, χάνοντας και κερδίζοντας χωρίς να αλλάξει η έκφρασή του υπέρογκα ποσά ώσπου, σε μια στιγμή ένιωσε ν` ανατριχιάζουν οι άκρες των χεριών και ψηλά η ράχη του και κατάλαβε πως η Μπέρτα τον κοιτούσε.