Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, με το μυθιστόρημα "Χαμοζωή" επιστρέψει στο τέλος της παιδικής του ηλικίας, κάπου στα 1913, στην εποχή της ασετυλίνης, του νερού από το πηγάδι και του κουρέματος των αγοριών με την ψιλή, του τύφου και της αδενοπάθειας, την εποχή της πλήρους εξουσίας του δασκάλου, του αρχιμανδρίτη και του εργοστασιάρχη. Αναζητά ίσως την εκκίνησή του στη "μαύρη πολιτεία" με τις "χοντρές τσιμινιέρες", εκεί όπου "τα καράβια σφυρίζανε και βγάζανε μαύρο καπνό", και γράφει εντέλει ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης στο οποίο ο μικρός ήρωας, όταν τελειώνει το δημοτικό σχολείο, έχει πια επίγνωση ότι η ζήση περιστρέφεται γύρω από τον "αμολόγητο πόθο", το τραύμα της απώλειας και τα όνειρα. Με λιτή γραφή και οικονομία εκφραστικών μέσων, με γλαφυρή δημοτική γλώσσα, ο συγγραφέας αναπλάθει τις αρχές του 20ού ακόνα στον εργατικό Πειραιά και, παράλληλα, παραμένει επίκαιρος και διαχρονικός ως είναι συνήθως οι άξιοι λογοτέχνες: "Οι καιροί περάσανε· όλα σβηστήκανε στο μάκρος του δρόμου· μεγαλώσαμε [...], ήρθανε μέρες που σα να τη φχαριστηθήκαμε καμπόσο τούτη την ανοικονόμητη ζωή, μα, τι τα θες, το `χουμε πολύ αγαπήσει και πολύ ποθήσει κείνο το παλιό παραμύθι - ίσως γιατί δεν είχαμε νιώσει τότες πόσες λαβωματιές πρέπει να πάρει κανείς, για να τα καταφέρει με τον καιρό και την τύχη!"