Η Έλενα στο διάστημα αυτό πήρε το αυτοκίνητό της και χάθηκε μέσα στην Αθήνα. Οδηγώντας με τα μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα, ζητούσε απελπισμένα μια διέξοδο, να βγει από το λαβύρινθο της πόλης και από εκείνον που παγιδεύτηκε η ψυχή της. Να βγει σ` έναν ευθύ και εντελώς έρημο δρόμο, και να ταξιδεύει, να ταξιδεύει, δίχως προορισμό, δίχως τέλος και προπάντων δίχως σκέψεις...
Στην αναζήτηση ενός τέτοιου δρόμου, έκανε μιαν επικίνδυνη προσπέραση, κι έπεσε με σφοδρότητα πάνω σ` ένα μεγάλο φορτηγό!
Σε δευτερόλεπτα το αυτοκίνητό της έγινε συντρίμμια και, καθώς με τη δύναμη της πρόσκρουσης είχαν ανοίξει οι πόρτες και από τις δυο πλευρές, πετάχτηκε έξω κι έπεσε με το πίσω μέρος του κεφαλιού της στην άσφαλτο.
Το χτύπημα στο σημείο εκείνο ήταν τόσο ισχυρό, που ξεψύχησε σχεδόν ακαριαία! Ωστόσο ο θάνατος, ο γελαστός και ασπροντυμένος λυτρωτή ς του πόνου, της θλίψης και των απελπισμένων, θαρρείς και σεβάστηκε τη θεϊκή ομορφιά της και δεν την άγγιξε καθόλου!...
Έμεινε ξαπλωμένη στη μέση του δρόμου, λες και αναπαυόταν, ενώ τα χρυσόξανθα μαλλιά της καδράριζαν τριγύρω το εξαίσιο πρόσωπό της σαν ατίμητη κορνίζα!
Έτσι, πανέμορφη και γλυκιά, όπως ήταν σε όλη της τη ζωή, ο "γερο-βαρκάρης" την πέρασε στην άλλη όχθη της Αχερουσίας, μόλις στα τριανταπέντε της χρόνια!..