'Σε βρήκα μισή στον ύπνο και ριγμένη στα όνειρα
μισή να αναδεύεσαι μες στη ζωή όπως άλλοτε
Υπνοβατούσες σχεδόν μέρα και νύχτα
Μισή ζούσες κι ανάσαινες σε κόσμο
θαυμαστό
κατοικημένο
σε χρόνο-άχρονο
κι άλλη μισή στη μέρα που βάλτωνε
και τη φώτιζε μονάχα το όνειρο από βαθιά
Περσεφόνη
Τι εξαγόραζε εκείνη η κάθοδος στον ύπνο;
Στης γης τον αφαλό;
Πώς ήταν και δεν ήταν
εκείνα τα παλάτια του κάτω κόσμου
με τους κήπους μες τη γη;
Να ορίζονται θυμάμαι οι τοίχοι τους από όγκους καφέ χώμα
γη αντί ουρανός
Να βασιλεύει πάντα ένα φως διάχυτο
μέρας συννεφιασμένης
Να έρχονται τα όνειρα με τη σειρά:
το πρώτο ήταν:
και το δεύτερο ήταν:
και το τρίτο ήταν:
Και το πρώτο έλεγε για τη γραφή
και το δεύτερο έλεγε για τον έρωτα
και μετά ήταν το όνειρο με τους τρεις πατεράδες
και μετά ήταν το όνειρο με τις δύο μητέρες
μετά το αίμα
μετά ο Δάσκαλος
ο χωρίς πρόσωπο εραστής
η με πρόσωπο τσιγγάνας αντίζηλος
ο με πρόσωπο μελαμψού τραγουδιστή θάνατος
Τα λόγια τους λακωνικά και κοφτά σαν χρησμοί
Και μάθαινες'
[ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ]