«Πολλοί ρωτούν ποιοι είμαστε και μερικοί νομίζουν κιόλας πως το ξέρουν. Είμαστε, λέει, ένα μάτσο μυξιάρικα που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Είναι δύσκολο να πω τι ακριβώς είμαστε. Αλλά δεν έχουμε μύξες. Εκείνο που έχουμε είναι φόβος κι ελπίδα. Ή μεταπτώσεις, καθώς λένε...
Οι πατεράδες μας ζουν διαρκώς με την οργή που φέρνει σε ορισμένους ανθρώπους η θέα των μακριών μαλλιών. Εμείς πάλι ζούμε με την οργή που φέρνει σε ορισμένους άλλους η θέα ενός ανθρώπου που κορδώνεται πλάι σε μια αστραφτερή Μερσεντές, απ` αυτές που μοιάζουν να περιμένουν από ένα σοφέρ με λιβρέα να σταθεί επάνω σε κάθε φτερό της.
Όσο για τις οδυνηρές εντυπώσεις που προκαλούν τα μαλλιά μας, αισθανόμαστε υπέροχα. Μας αρέσει να βλέπουμε το ύφος που παίρνουν οι αστυφύλακες, την αγανάκτηση των ηλικιωμένων κυριών, την ανησυχία στα πρόσωπα των εμπόρων. Θέλουμε να μας βλέπουν όλοι και να λένε: `Να οι εχθροί του κατεστημένου`. Σ` αυτό έχουμε φτάσει, καθώς λέμε και στη γλώσσα της Επανάστασης». Τζέιμς Σάιμον Κούνεν
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]