Με νοιάζει το τώρα, αυτή η σημαντική στιγμή. Θέλω να βρω τη δύναμη και να ανοίξω την πόρτα μόνος μου χωρίς κανέναν από πίσω μου, να περάσω απέναντι χωρίς καμιά ανθρώπινη παρουσία, ούτε καν το βλέμμα των δικών μου από την πιο μικρή σχισμή. (. . .) «Χαμογελάω, σηκώνω τα χέρια και το κεφάλι, προτάσσω το στήθος μου, στηρίζω τα πόδια μου και μ` ακατανόητο ουρλιαχτό περνάω απέναντι τον δρόμο».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]