Ο φανατισμός είναι ένα διαχρονικό ψυχολογικό και κοινωνιο-ψυχολογικό φαινόμενο, γιατί είναι πάντοτε επίκαιρο. Τροφοδοτείται από τις κρίσεις και ταυτόχρονα τις πριμοδοτεί. Στην ιστορική του διαδρομή ο φανατισμός απέδειξε ότι περισσότερο έβλαψε παρά ωφέλησε τόσο την αλήθεια, στο όνομα της οποίας έδρασε, όσο και την κοινωνία.
Ο φανατισμός προϋποθέτει υποκείμενο και αντικείμενο έκφρασης. Το υποκείμενο ισχυρίζεται ότι βρίσκεται και υπηρετεί, κατά κανόνα αυτόκλητα, το χώρο του ιερού. Ο αντικείμενος του φανατικού αντιμετωπίζεται ως ανίερος, και γι` αυτό δαιμονοποιείται. Είναι προφανές ότι ο φανατισμός χρησιμοποιείται για την προστασία του ιερού και γι` αυτό το λόγο στρέφεται εναντίον του κοσμικού και βέβηλου. Σ` αυτή τη διαδικασία διαπιστώνεται η αλλοτρίωση του φορέα του και ως προς την αλήθεια που επιθυμεί να υποστηρίξει, και ως προς αυτούς στους οποίους απευθύνεται. Τελικά από το φανατισμό κανείς δεν ωφελείται, γιατί ούτε τα κίνητρα, ούτε τα μέσα αλλά ούτε και οι σκοποί έχουν θετικό και οικοδομητικό περιεχόμενο.
Ο φανατισμός αφορά ταυτόχρονα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα του ανθρώπινου βίου, ακόμη και τα πλέον ανύποπτα, όπως η διατροφή, η υγεία, η τέχνη, το καθήκον, η παιδαγωγική, η επιστήμη, οι εκτρώσεις, η οικολογία, η ειρήνη, ο αθλητισμός. Γι` αυτό και κάθε προσέγγιση του φαινομένου είναι απαραίτητα διεπιστημονική. Λόγο έχει η Θεολογία, η Θρησκειολογία, η Φιλοσοφία, η Ηθική, η Ψυχολογία, η Κοινωνική Ψυχολογία, η Ψυχιατρική, η Κοινωνιολογία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]