Μια πόλη πνιγμένη στο μίσος. Κάπου στα Βαλκάνια, αρχές του ’90. Άνθρωποι κάνουν πόλεμο. Πολεμάνε από πόρτα σε πόρτα, από γρίλια σε γρίλια, από μπουρδέλο σε μπουρδέλο. Και σκοτώνονται. Ο ένας τον άλλο, μικροί μεγάλοι, σκοτώνονται και τα βράδια. Ο Ιωσήφ βγαίνει από τη φυλακή. Σε εφτά μέρες θα κλείσει τα σαράντα έξι, έχει ξεπληρώσει το χρέος του μέχρι λεπτό - είκοσι χρόνια. Βγαίνει και ψάχνει στην πόλη (πόρτα την πόρτα, γρίλια τη γρίλια...). ψάχνει να βρει την Κορίνα. Την αγαπούσε. Δυο παιδιά (ο Μίλαν και η Τζίλντα), δύο πρόσφυγες (ο Νέστορας και η Μαργαρίτα), ο Μέλχιορ, ο Μάρεκ...όλοι στην πόλη τον θυμούνται απ΄ τα παλιά... ο καπετάν Ιωνάς. Ο καπετάν Ιωνάς τον περιμένει με μια παλιά φωτογραφία στα χέρια, έχει αυτός δικό του σχέδιο για τον Ιωσήφ, πόλεμος είναι, δεν είν’ αστεία, ο Ιωσήφ χρωστάει ακόμα. Ο Ιωσήφ ψάχνει την Κορίνα. Από μπουρδέλο σε μπουρδέλο. Την αγαπάει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]