Ο Κακοβελόνης ο Ισόθεος γεννήθηκε απ` το θαυμασμό που είχα για την αθηναϊκή επιθεώρηση στα κατοχικά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κι απ` την ακράδαντη πεποίθησή μου πως μονάχα αυτή - ή τουλάχιστο το δίδαγμά της - μπορούσε να σώσει την καθιερωμένη κι ανούσια νεοελληνική δραματουργία της εποχής. Παίρνοντας έτσι αμπάριζα, σκάρωσα το έργο με πρόθεση να το προτείνω στους κορυφαίους επιθεωρησιακούς ηθοποιούς. Ο γιος ενός απ` αυτούς δέχτηκε να με παρουσιάσει στον πατέρα του που, ευγενικότατα και με υπομονετικό χαμόγελο, άκουσε την ανάγνωση του έργου - ίσαμε τη μέση. Γιατί στο σημείο εκείνο, όπου ένα ψάρι βγαίνει απ` το νερό και μιλάει με τον ήρωα, γύρισε στο γιο του κι αναφώνησε αγαναχτισμένος: `Τι μου τον κουβάλησες αυτόν τον ανισόρροπο;...`
Δεν τόλμησα να υποβάλω το έργο σε κανένα άλλο άσσο της επιθεώρησης ή έστω και θιασάρχη περιπλανώμενου μπουλουκιού. Το πλήγμα στάθηκε καίριο. [...]