Αισθανόμασταν καταραμένοι. Έβρεχε τέσσερεις μέρες συνέχεια, ανελέητα, ήμασταν κλεισμένοι μέσα σε ένα συννεφένιο κουτί, δυστυχισμένοι και ανήμποροι. Ακόμα και γω που έμεινα σπίτι εκείνες τις μέρες, με κάθε χτύπημα της βροχής την οποία έφερνε άγριος άνεμος στα τζάμια μου, σκιρτούσα, ξέροντας ότι κάποιοι άλλοι χάνουν την ίδια ώρα τα σπίτια τους, τους αγαπημένους τους. Τα πουλιά αγωνιούσαν να ισορροπήσουν στα οριζοντιωμένα δένδρα, όχι βέβαια για να κοιμηθούν (είχαν τέσσερα μερόνυχτα να κοιμηθούν), αλλά για να διατηρήσουν όσο γίνεται πιο σώες τις ετοιμόρροπες φωλιές τους. Χείμαρροι καταβρόχθιζαν νεογνά ή γέρικα αδέσποτα, άστεγους, αυτοκίνητα, κλαδιά. Και όλ` αυτά, μαζί με τα σκουπίδια της μεγάλης πόλης, κατέληγαν στην θάλασσα και κει γινόντουσαν μια διαλυμένη επιπλέουσα μάζα, ό,τι αφήνει πίσω του ένα ναυάγιο. Είχαμε συνηθίσει, είναι αλήθεια, και κανείς δεν φανταζόταν ότι θα βγει μια μέρα ο ήλιος και ότι τα πεζοδρόμια θα στεγνώσουν. Ένα εικονογραφημένο μυθιστόρημα που θίγει την αλλόκοτη σχέση μεταξύ ανθρώπων και τέχνης. Διαβάζεται καλύτερα όταν επικρατούν οι χειρότερες καιρικές συνθήκες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]