Στην παρηκμασμένη και ταυτόχρονα κινητικότατη Ιταλία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, ο νεαρός Sebastiano ανακαλύπτει την αλλόκοτη αγριότητα και ηλιθιότητα του κόσμου. Σ` αυτόν τον περιθωριακό υπόκοσμο των απατεώνων μεγαλώνει με τη φροντίδα του θείου Αλβάρο, εγκαταλειμμένος από έναν πατέρα απατεώνα, μεγάλο ``πηδηχταρά``, προσωποποίηση του ``κτήνους``, και μια μητέρα που κυνηγάει τη χίμαιρα μιας κληρονομιάς φροντίζοντας έναν ανάπηρο πλοίαρχο. Ο Sebastiano οικειοποιείται την κραυγή του Ζιντ: οικογένειες σας μισώ. Η προσωπική ιστορία του Sebastiano αποδεικνύεται τελικά στενά συνδεδεμένη και με τις πιο δραματικές σελίδες της ελληνικής ιστορίας (σφαγή της Κεφαλλονιάς). Στις όχθες του ποταμού Τιτσίνο εμφανίστηκαν ξανά οι χρυσοθήρες, με το κόσκινο και τη μεταλλική λεκάνη. Και στο ``Πανδοχείο του Φαντάρου`` κινείται και δρα μια γραφική κοινότητα από λαθροκυνηγούς, πλανόδιους πωλητές, βαρκάρηδες, διασκεδαστές και καλλιτέχνες. Αλλά το μυθιστόρημα δε διηγείται μόνο την ιστορία ενός Χοκ Φιν της ιταλικής αυτής περιοχής, τρυφερού και ανέμελου, ανίκανου να δώσει ένα νόημα στην γκροτέσκα σκληρότητα και ηλιθιότητα του κόσμου. Σαν να προσπαθεί να απαλλαγεί από έναν εφιάλτη της γενιάς του, εκείνον του φασισμού, το βιβλίο εμπλέκει στην ιστορία ενός παιδιού τα συνολικά συμβάντα των θυμάτων και των σφαγών του τραγικού θεάτρου του πολέμου. Συμβάντα ψεύτικων υπερβάσεων και αποπροσανατολισμών, που φέρουν έως εμάς τον καιροσκοπισμό της βιομηχανοποιημένης κουλτούρας και ρυπαίνουν το λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό περιβάλλον.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]