Ο μεσοκαιρίτης άνδρας, θα τα `χει καβατζάρει τα σαράντα πέντε, έμοιαζε μ` ό,τι ήταν, ναυαγός ανάμεσα σε δυο καταιγίδες, κι αρμένιζε με το βλέμμα, αόριστα, από τα πράσινα νερά του Ιστ Ρίβερ στα πανύψηλα κτίρια του Μανχάταν, που ιρίδιζαν διασπώντας το λιόγερμα σ` όλα τα χρώματα, μαύρο, μπλε, κόκκινο του τριαντάφυλλου, του κερασιού, της πιπεριάς -όλο το φάσμα του κόκκινου-, μπακιρένιο, πορφυρό, της σκουριάς, του αίματος, της φωτιάς, με τις πύρινες πεινασμένες γλώσσες της να γλείφουν τους ουρανοξύστες...
Όπως οι κόκκινοι καταρράχτες στο κορμί εκείνης που χάθηκε, όταν έγινε ό,τι έγινε, και δεν ξανακούστηκε...
Τ` όνομά της, διστάζει να το προφέρει, όνομα και μοίρα, ένας μυστήριος δεσμός. [...]