Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα τζιτζίκι που χαιρόταν την καλοκαιρινή λιακάδα τραγουδώντας όλη τη μέρα ξαπλωμένο σε ένα φύλλο. Όταν έβλεπε κάποιο ποντίκι που έψαχνε για σπόρους, του τραγουδούσε: Χαζό ποντίκι που είσαι εσύ, όλη μέρα κουράζεσαι πολύ. Ψάχνεις, ψάχνεις, τι θέλεις να βρεις; Γιατί δεν ξαπλώνεις να ξεκουραστείς;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]