Η Μυρτώ τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε με παράπονο: -Αλέξη, θα πεθαίναμε παρέα κι ούτε ένα φιλί σου δε θα είχα πάρει στο μνήμα μου. Μα ούτε και τώρα που γλιτώσαμε, έσκυψες να με φιλήσεις. Τόσο πολύ με απεχθάνεσαι πια;. . . Ο Αλέξης, θεωρώντας τον εαυτό του υπεύθυνο για το ατύχημα και την ταλαιπωρία που περνούσε, μόλις την άκουσε να του μιλάει έτσι, και βλέποντας τη θλιμμένη έκφρασή της, συγκινήθηκε κι ένιωσε μια ξαφνική συμπάθεια και στοργή γι` αυτήν και, γέρνοντας πάνω της, τη φίλησε στα χείλη. Η Μυρτώ τύλιξε στο μεταξύ τα χέρια της γύρω απ` το κεφάλι του και, συγκρατώντας τον, παρέτεινε το φιλί τους. Σε τούτη τη μικρή καθυστέρηση άνοιξε την πόρτα του δωματίου η Άννα, και τους είδε. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]