Η Δήμητρα ξέσπασε σ` ένα λυτρωτικό γέλιο με τα λόγια της γιαγιάς Ευδοκίας. Όποτε ήθελε να «ταξιδέψει» με τον Καμάλ αναπολούσε εκείνες τις αλήθειες, που ήταν πλασμένες για τον έρωτα. Έβγαινε στην αγορά του Χαν Ελ Χαλίλ και χόρευε, εκείνος τη φιλούσε στο στόμα, την άρπαζε από τους ώμους και την τύλιγε με τη ζακέτα της· στέγνωνε τα δάκρυά της μήπως αντέξει να ζήσει κι άλλο μέσα σε τούτο το παραμύθι. Ήθελε να κρυφτεί μες στα σύννεφα του Καΐρου, να μην πάρει το αεροπλάνο και γυρίσει στην άχρωμη αξιοπρέπεια της καθημερινότητάς της. Όσο στα μάτια του ζωγράφιζε τα δειλινά του Νείλου, τόσο εκείνη έσκαβε βαθιά μέσα της για να ξεθάψει τη δική της Ανατολή.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]