`Στα όνειρά μου επιστρέφω στο χρόνο και γυρίζω πίσω στο Άγιον Όρος. Ξαναγίνομαι ένας δεκαεννιάχρονος φοιτητής, χαμένος στο πουθενά, και φοράω τα ράσα. Κάθομαι μόνος μου στην είσοδο του κελλιού μου και ξαφνικά εμφανίζονται πλήθος μοναχοί. Έρχονται από το μονοπάτι, περνώντας μέσα από τα βουνά. Σηκώνομαι για να τους ξεναγήσω στο κελλί. Τους πηγαίνω στο παρεκκλήσι. Προσκυνάμε τις εικόνες. Εκεί τους δείχνω το σημείο πίσω από το ξύλινο τέμπλο, στο ιερό, όπου ο Γέροντας κόλλησε με κερί μια τούφα από τα μαλλιά μου. Ξαφνικά συναντώ τον αρχιγραμματέα μου στην Ιερά Κοινότητα, με το μαύρο γένι. Είναι αδύνατος, αυστηρός, αγέρωχος. Εξακολουθώ να ονειρεύομαι. Τώρα είμαι μόνος στο κελλί μου. Αυτό είναι ένα ερείπιο. Το ταβάνι λείπει, τα απομεινάρια του κατεστραμμένου κτίσματος παντού. Πανύψηλα ντουβάρια. Παράθυρα πουθενά. Θέλω να βρω ένα παράθυρο, να τ` ανοίξω, να δω τι υπάρχει έξω από αυτά τα χαλάσματα. Ξαφνικά ανακαλύπτω ότι είμαι τελείως γυμνός. Τα χέρια μου είναι δεμένα με χοντρό σκοινί, πίσω στην πλάτη. Πού να πάω τώρα, γυμνός και δεμένος;`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]