Ήμασταν ακόμα παιδιά - η παρέα του ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ - και το μυστήριο τούτο της ζωής τ` αντικρίζαμε για πρώτη φορά. Κι εγώ τότε, δεκαεφτά χρόνων, σκαρφάλωσα ένα μεσημέρι στην ταράτσα του σπιτιού μας (γιατί δεν είχε σκάλα και κανείς ως τότε δεν είχε ανέβει) κι απάνω στην καπνοδόχο από λαμαρίνα έγραψα με μολύβι: «Τι είναι η ζωή; Υπάρχει Θεός; Όταν θα μεγαλώσω, θα ξανάρθω εδώ να δώσω απάντηση». Μετά από σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια - κοντά στην έξοδο πια - ξανανέβηκα στην ταράτσα (τώρα είχανε βάλει σκάλα) και είδα τη γραφή που μόλις διακρινόταν πια. Η απάντηση που είχα τάξει δεν χώραγε βέβαια να γραφτεί από κάτω: αναγκάστηκα να γράψω τούτο δω το βιβλίο. Το ίδιο κάνουν εδώ οι συμποσιαστές μου. Ο Γιούρας είπε: «Η ζωή ήτανε Τέχνη». Και ο Ανακριτής είδε ότι ο άνθρωπος μετριέται ανάλογα με την ικανότητα του να γίνεται ΑΛΛΟΣ. «Η Αγάπη είναι όργανο Γνώσης». Η ζωή του Αντιστρόφα θα ήτανε κόλαση χωρίς ΕΡΓΑΛΕΙΑ. Μέσα στη ΔΡΑΣΗ ο Σατανάς είναι το δεξί χέρι του Θεού. Και τέλος ο Χριστόπουλος στήνει όρθιο το αυγό του Κολόμβου: αν δεν υπάρχει σωτηρία, η απλούστερη λύση είναι να σβήσουμε μέσα μας τη λαχτάρα της σωτηρίας και να κάνουμε τροφή μας το δηλητήριο. Γελάστε επιτέλους, παιδιά, χαμογελάστε. Η ΣΤΙΓΜΗ της ζωής είναι σαν ένα ψώνιο, άξιο για πετροβόλημα!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]