Ο Ρίτσαρντ δεν είχε ξαναδεί γυμνή γυναίκα· τουλάχιστον όχι στην πραγματικότητα. Είχε δει μόνο φωτογραφίες στις τσαλακωμένες σελίδες των περιοδικών (. . .). Αυτή η γυναίκα δεν έμοιαζε μ` εκείνες. Είχε παντού ένα χρυσαφένιο χρώμα. Κανένα ίχνος από μπικίνι δε σημάδευε τη λεία επιδερμίδα της. Ήταν ξαπλωμένη, με το ένα χέρι απλωμένο στο στεγνό γρασίδι, ενώ με το άλλο κάλυπτε τα μάτια της απ` τον ήλιο. Τα μαλλιά της απλώνονταν γύρω απ` το κεφάλι της σαν ένα κατακόκκινο στεφάνι από ανθοπέταλα (. . .). Το μεγάλο γκρίζο πέτρινο σπίτι ήταν έρημο το περασμένο καλοκαίρι που είχε έρθει με τον Ντύλαν (. . .). Ο Ντύλαν του είχε πει πως λεγόταν το Σπίτι των Επιθυμιών, επειδή τα δέντρα που υπήρχαν γύρω έδειχναν να βρίσκονται σε μια διαρκή κίνηση, ακόμα και σε μέρες σαν αυτήν, με πλήρη άπνοια, κι ήταν σαν να ψιθύριζαν «θα ήθελα. . ., θα ήθελα. . .» (. . .) Το ίδιο θρόισμα ακουγόταν και τώρα, μαζί με μια σιγανή, κάπως παράτονη μουσική από έγχορδα και ντραμς. Αυτή η μουσική είχε κάνει το Ρίτσαρντ ν` ανεβεί τα σκαλιά, πιστεύοντας πως είχε ανακαλύψει κάποιο γνήσιο μυστήριο - ώσπου είδε αυτή τη γυναίκα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]