Την είδα. Ναι, με Ταφ κεφαλαίο. Ψηλή, αγέρωχη με το βάδισμά της το αέρινο, λες και δεν πατούσε στη γη, λες και πετούσε, περνούσε δίπλα μου, δυο βήματα μακριά μου, ένα μέτρο.
"Λένα", ψιθύρισα ή ούρλιαξα -δεν ξέρω- κι ήθελα να τρέξω, να την πιάσω, να δω αν είν` αυτή με σάρκα και οστά ή η οπτασία της. "Λένα", ξαναείπα, αλλά τα πόδια μου δεν με βοήθησαν κι έπεσα βαριά πίσω στο κάθισμα. Έμεινα κεί και την έβλεπα ν` απομακρύνεται με τα μακριά της τα μαλλιά, με την περπατησιά της την περήφανη, πιο όμορφη απο ποτέ, μια θεά, κι ένιωσα την καρδιά μου και το κορμί μου να σφίγγονται τόσο που πόνεσα. Ρούφηξα λίγο καφέ για να συνέλθω και το φλιτζάνι κόντεψε να μου φύγει απ` το χέρι, έτρεμα ολόκληρη.