Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια νέα κοπέλα που είχε ακούσει πολλά παραμύθια. Και αγαπούσε να της τα λένε όταν ήταν ακόμη μικρή. Όσο πιο τολμηρά κι απίθανα, όσο πιο φανταστικά, τόσο πιο όμορφα ήταν. Τ` άκουγε, τα χαιρόταν, τα ονειρευόταν ύστερα πάνω στο μαξιλάρι της, δίχως όμως να φαντάζεται πως θα μπορούσε να τα δει να ζωντανεύουν και να τα ζήσει. Αργότερα, της άρεσε να τα διηγείται στα μικρότερα αδέλφια της - συνήθιζε μάλιστα, να το κάνει όταν πήγαιναν για ύπνο. Κι ένα βράδυ. . . ένα παραμύθι έγινε καταδικό της και την έκλεισε μέσα του. . . `Έλα να ζήσεις` της είπε `αυτό που μπορούσες μόνο να ονειρευτείς. Και να ξεχάσεις όσα δεν ήταν παραμύθια, παρά μόνο δύσκολες ώρες`. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]