Μια φορά και χρόνια πριν, όχι όμως πάρα πολλά, οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο κρατώντας πάνινη, υφαντή ή δερμάτινη τσάντα, έγραφαν στην πλάκα με το κοντύλι, έκαναν μάθημα πρωί, απόγευμα και Σαββάτο. Κάθονταν στα ξύλινα θρανία πολλοί μαζί, ζεσταίνονταν με ξυλόσομπα, αγόραζαν βιβλία, `έτρωγαν ξύλο` από το δάσκαλο όταν δε μελετούσαν ή έκαναν αταξίες, αλλά έπαιζαν πολύ. Ώρες ατέλειωτες έτρεχαν στις αλάνες με τα γόνατα ματωμένα και μια φέτα ψωμί στο χέρι, ώσπου να πέσει το σκοτάδι και ν` ακουστεί η φωνή της μάνας που τους καλούσε να μαζευτούν στο σπίτι. Ανέμελα χρόνια... Μπερδεμένες οι χαρές με τις πίκρες, τα γέλια με τους στεναγμούς... Αυτό είναι το χθες του λαού μας. Εκείνα τα παιδιά σου δίνουν το χέρι για να σε ταξιδέψουν. Δεν έχεις παρά να απλώσεις το δικό σου...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]