«Άγιε μου Βασίλη, Με λένε Έλενα και πιγαίνω στην πρότη διμοτικού. Η δασκάλα είπε σε όλα τα παιδιά να σου γράψουμε ένα γράμμα (. . .). Εγώ σου γράφω για να σου πω πως δε θέλω δώρο. Ούτε θέλω να έρθεις σπίτι μου. Εντάξει; Έτσι κι αλλιός θα έχεις πολύ δουλειά. Γίνεται να με ξεχάσεις εμένα; Σε παρακαλώ πολύ Άγιε μου Βασίλη. Δε θέλω να σε δω. Σε ίδα μια φορά σε ένα κατάστημα και παρόλο που τώρα ξέρω πως δεν ήσουν εσύ, δε θέλω να σε γνωρίσω από κοντά. Και φοβάμαι και τους ξένους. . . Σε ευχαριστώ πολύ. Έλενα».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]