Ήταν ένα ωραίο καλοκαιρινό πρωινό. Σιγά μην ήταν. Ήμουν άυπνη και έσερνα τα πόδια μου στους δρόμους της Κηφισιάς όπως ένα φάντασμα σέρνει τα σεντόνια του στους δρόμους των Ίσκιων. `Φαντασματάκι, ακόμα με στοιχειώνει / η Αλίκη που πλανιέται γύρω μόνη / και που κανένας ξυπνητός δεν τη ζυγώνει` έγραφε ο Λιούις Κάρολ στο τέλος του παραμυθιού. Εμένα, στη διάρκεια αυτής της παράξενης ιστορίας, με ζύγωσαν πολλοί, όπως, για παράδειγμα, εκείνος ο άγνωστος άντρας που είχε στην κατοχή του μια φωτογραφία όπου ήμουν και δεν ήμουν εγώ. Για να ξεμπλέξω το νήμα αυτού του μυστηρίου, ακολούθησα τα χνάρια της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων και πέρασα Μέσα απ` τον καθρέφτη όχι ακριβώς άθικτη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]