`...Δεν ξέρω πώς ξεγλίστρησα από την κρυψώνα μου, δεν ξέρω πώς τα κατάφερα κι έφτασα ως την καμπίνα του γιατρού δίχως να με δει κανένας. Έτρεμα σαν το φύλλο και τα δόντια μου χτυπούσαν. Τέτοια τρομάρα είχα πάρει.
Ο γιατρός μου `δωσε ένα κύπελλο ζεστό νερό με μια κουταλιά ρούμι μέσα, για να συνέλθω. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν οι φωνές των αντρών απ` έξω: Στεριά! Στεριά! Το νησί φάνηκε! Φτάσαμε!»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]