`ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ`:
Η κυρία Άννα Γιαννοπούλου, όπως κάθε πρωί, ετύλιξε με στοργή τον άντρα της στο βαρύ παλτό του και με δυσπιστία εξέτασε ακόμα μια φορά αν φορούσε το πουλόβερ του. Ύστερα τον φίλησε ερωτικά στο στόμα και τον ξεπροβόδισε ως την εξώπορτα του κήπου.
- Σταύρο, του είπε, ο καιρός γύρισε στο βοριά. Μη βγάζεις το παλτό σου στο μαγαζί. Σου είπα χίλιες φορές να βάλης μια πόρτα. Δεν μπορείς να περνάς πάντα το χειμώνα έτσι, στο ύπαιθρο.
Ο άντρας της την κοίταξε με μάτι κατσούφικο και κακό. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια αδιόρατη αηδία, ένα μίσος κρυφό.
- Είναι αδύνατο ν` αλλάξω το μαγαζί μου. Δεν μπορεί να μπη πόρτα. Τα βαρέλια με τα παστά και τα τουρσιά πρέπει να είναι έξω στο πεζοδρόμιο. Δεν γίνεται να χωρίσω το κατάστημά μου στα δύο.
Η Άννα έσκυψε το κεφάλι μ΄εγκαρτέρηση στη σκέψη του άντρα κι αφέντη της.
- Για το καλό σου το λέω, είπε δειλά. Για να μην κρυώνης... [...]